- πετροκαταλύτης
- οθηλ. -τρα αυτός που καταστρέφει ακόμα και τις πέτρες, δυνατός, ακατάβλητος: Κι ο καιρός διαβαίνει ο πετροκαταλύτης (Γρυπάρης).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.