πετροκαταλύτης

πετροκαταλύτης
ο
θηλ. -τρα αυτός που καταστρέφει ακόμα και τις πέτρες, δυνατός, ακατάβλητος: Κι ο καιρός διαβαίνει ο πετροκαταλύτης (Γρυπάρης).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πετροκαταλύτης — ο, Ν αυτός που καταλύει ακόμη και τις πέτρες, ο πανδαμάτωρ («ο καιρός ο πετροκαταλύτης», Γρυπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + καταλύτης (< καταλύω)] …   Dictionary of Greek

  • πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”